δακτυλιοποιός
Смотреть что такое "δακτυλιοποιός" в других словарях:
δακτυλιοποιός — ο χρυσοχόος ειδικός στην κατασκευή δαχτυλιδιών, ο δαχτυλιδάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + ποιος < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος] … Dictionary of Greek